- τιμωρώ
- τιμωρῶ, -έω, ΝΜΑ [τιμωρός]επιβάλλω τιμωρία για αξιόποινη πράξη, κολάζωνεοελλ.1. πατάσσω, πλήττω («θα σέ τιμωρήσει ο θεός»)2. βασανίζω, ταλαιπωρώ («τί σού έκανα και μέ τιμωρείς σκληρά;»)αρχ.1. εκδικούμαι («τῷ θανάτῳ τοῡ πατρός τιμωρεῑς», Διον. Αλ.)2. βοηθώ, συντρέχω κάποιον3. παρέχω ιατρική βοήθεια, περιθάλπω4. ζητώ να πάρω εκδίκηση5. (το ουδ. μτχ. μέσ. μελλ. ως ουσ.) τo τιμωρησόμενονη δυνατότητα που έχει κανείς να εκδικηθεί κάποιον («τὸ γὰρ τιμωρησόμενον οὐχ ὑπέσται τῆς πολιτείας καταλυθείσης», Δημοσθ.)6. φρ. «Ἑαυτὸν τιμωρούμενος» — τίτλος κωμωδίας τού Μενάνδρου.
Dictionary of Greek. 2013.